Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Ο Christopher Lasch εναντίον των κοινωνικών ελίτ

του Ρότζερ Κίμπαλλ

© Roger Kimball: «Christopher Lasch vs. the elites» - στο περιοδικό © New Criterion
 
Με αφορμή το βιβλίο του Λας «Η εξέγερση των ελίτ και η προδοσία της δημοκρατίας» που κυκλοφόρησε μεταθανάτια (1995), ο Κίμπαλλ παρουσίασε με κριτικό τρόπο το έργο και τον προβληματισμό του διορατικού επικριτή της κοινωνίας από τη Νεμπράσκα.

Ένα χαρακτηριστικό της εποχής μας είναι η κυριαρχία του μαζικού και του χυδαίου, ακόμη και σε ομάδες παραδοσιακά εκλεκτικές. Έτσι, στην πνευματική ζωή, η οποία από τη φύση της απαιτεί και προϋποθέτει προσόντα, μπορεί κανείς να παρατηρήσει τον εξελισσόμενο θρίαμβο της ψευδο-διανοητικού, του ατάλαντου, του χωρίς προσόντα.
- Ortega y Gasset, Η εξέγερση των μαζών 

... Mας έρχονται συνεχώς κακά νέα.
- Christopher Lasch

Με τον πρόωρο θάνατο του Christopher Lasch στην ηλικία των 61 ετών, χάσαμε έναν από τους πιο συγκροτημένους, ειλικρινείς και σφοδρούς επικριτές της κοινωνίας. Ως προς τις σπουδές του, ο Lasch ήταν ένας ιστορικός του Αμερικανικού πολιτισμού του 19ου και του 29ού αιώνα. Στα πρώτα βιβλία του, όπως The New Radicalism in America : 1889-1963 (1965) και The agony of the American Left (1969), εξιστορεί κατά γράμμα τις πολλαπλές φιλοδοξίες και απογοητεύσεις του Αμερικανικού ριζοσπαστισμού, φιλοδοξίες και απογοητεύσεις που, παρεμπιπτόντως, ήταν πολύ κοντά στα δικά του συναισθήματα. Αλλά αυτός φιλοδοξούσε να είναι κάτι περισσότερο από έναν χρονικογράφο. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, έχοντας μάθει να συνδυάζει τις εκμαιευτικές τεχνικές της Φροϋδικής κοινωνικής ανάλυσης με ξεκάθαρες, επίκαιρες διαγνώσεις της σύγχρονης πολιτισμικής παθολογίας, ο Lasch είχε αναδειχθεί ως η κακή συνείδηση ​​της Αμερικανικής Αριστεράς. Η εστίασή του διευρύνθηκε, η ρητορική του έγινε πιο αποκαλυψιακή. Το πιο διάσημο βιβλίο του, Η Κουλτούρα του ναρκισσισμού (1979), ήταν ένα αιχμηρό κατηγορητήριο εναντίον της Αμερικανικής κοινωνίας για την απληστία της, τη μαλθακή της εγωκεντρικότητα και την πολιτική της επιπολαιότητα.  
William Blake: Great Red Dragon and Woman Clothed with Sun, 1805

Με υπότιτλο «Η Αμερικανική ζωή σε μια εποχή μειούμενων προσδοκιών», το βιβλίο αυτό ήταν η τέλεια πνευματική επίστεψη για τη γκρίζα προεδρία του Τζίμι Κάρτερ (και η επίκληση του βιβλίου του Lasch σε ένα από τα τηλεοπτικά κηρύγματά του Κάρτερ προς το έθνος, βοήθησε το βιβλίο ένα πουλήσει πολλά αντίτυπα).
    
Οι ηδονιστικές γελοιότητες της λεγόμενης Νέας Αριστεράς 
Παρά το γεγονός ότι η γλώσσα του είναι μερικές φορές υπερβολική - ένα τμήμα του τιτλοφορείται «Η κοινοτοπία της ψευδο-αυτογνωσίας: Το θέατρο της πολιτικής και της καθημερινής ύπαρξης» - υπάρχουν πολλά αξιοθαύμαστα στην Κουλτούρα του Ναρκισσισμού. Το πρόσωπο που αναδεικνύουν οι σελίδες του είναι ένας ευφυής, πολιτικά δεσμευμένος άνθρωπος της Αριστεράς, που αγωνίζεται να βγάλει νόημα από μια πολιτισμική κατάσταση που βρίσκεται υπό τον έλεγχο ενός ριζοσπαστισμού, ο οποίος αποδείχθηκε ότι είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου ψεύτικος. Ο Λάς χρησιμοποίησε ιδιαίτερα καυστική γλώσσα για τις ηδονιστικές γελοιότητες της λεγόμενης Νέας Αριστεράς. Κατάλαβε πως ό,τι αυτοπαρουσιάσθηκε ως χαρακτηριστικό στοιχείο της ριζοσπαστικής ευαισθητοποίησης στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, ήταν κυρίως προκάλυμμα ηθικολογικής αυτο-ικανοποίησης. Είδε ότι στις υποσχέσεις για απελευθέρωση και υπέρβαση, συχνά κρύβονται νέες μορφές τυραννίας και ανευθυνότητας. Ο Lasch θεωρούσε τον εαυτό του ριζοσπάστη, αλλά στην κριτική του εναντίον της σύγχρονης Αμερικής - ή τουλάχστον εναντίον σημαντικών πλευρών της - συνηχούσε και μια νότα σαφώς συντηρητική ως προς της αξίες . Στο κεφάλαιο περί «Εκπαίδευσης και νέου αναλφαβητισμού», για παράδειγμα, είχε να πει το εξής, για την προσπάθεια της αριστεράς να «εκδημοκρατισθεί» η εκπαίδευση:  
«Ούτε βελτίωσε την κατανόηση της σύγχρονης κοινωνίας απο το λαό, ούτε αναβάθμισε την ποιότητα του λαϊκού πολιτισμού, ούτε μείωσε το χάσμα ανάμεσα στον πλούτο και τη φτώχεια, το οποίο παραμένει τόσο ευρύ όσο δεν ήταν ποτέ άλλοτε. Από την άλλη πλευρά, έχει συμβάλει στην παρακμή της κριτικής σκέψης και τη διάβρωση των πνευματικών προτύπων και μας αναγκάζει να εξετάσουμε το ενδεχόμενο, ότι η μαζική εκπαίδευση, όπως οι συντηρητικοί υποστήριζαν ανέκαθεν, είναι εγγενώς ασύμβατη με τη διατήρηση του επιπέδου της εκπαίδευσης».
Διαβάζοντας τέτοια αποσπάσματα - πού εμφανίζονται συχνά στο όψιμο έργο του Lasch - μερικές φορές είναι εύκολο να ξεχάσουμε ότι η επίθεσή του εναντίον της πολιτισμικής μας «κακοδιαθεσίας» (ένας χαρακτηρισμός που άρεζε στον Lasch), εκπήγαζε από την ακλόνητη δέσμευση του για έναν ριζοσπαστικό λαϊκισμό. Πάντως, όσο κατεδαφιστική και άν ήταν η αποκάλυψη εκ μέρους του των ανοησιών της Νέας Αριστεράς, οι πραγματικά κακοί, κατά την άποψή του, ήταν ο «καπιταλισμός», τα μέσα «μαζικής επικοινωνίας» και ο «εταιρικός κόσμος», δηλαδή οι συνήθεις ύποπτοι που προβάλλονται από την αριστερά. Συνεπώς, επιτίθεται εναντίον  
του «φιλελευθερισμού της ευημερούσας κοινωνίας, που απαλλάσσει τα άτομα από την ηθική ευθύνη και να τα αντιμετωπίζει ως θύματα των κοινωνικών συνθηκών».  
Αλλά ο Λας δεν ρίχνει την ευθύνη για τα παραστρατήματα στις αμφισβητούμενες πολιτικές του New Deal και της Great Society [Μεγάλης Κοινωνίας του Προέδρου Τζόνσον], αλλά στον «καπιταλισμό» και στους «νέους τρόπους κοινωνικού ελέγχου» του καπιταλισμού.

Λας: Μακροπρόθεσμα οι αντιφάσεις του καπιταλισμού είναι μη επιλύσιμες
Τέτοια θέματα είναι μια σταθερά στο έργο του Lasch. Στο υστερόγραφο του βιβλίου Αγωνία της Αμερικανικής Αριστεράς, που γράφτηκε στον απόηχο του Συνεδρίου του Δημοκρατικού Κόμματος στο Σικάγο το 1968, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι
«είναι πιο ξεκάθαρο από ποτέ άλλοτε, ότι ο ριζοσπαστισμός είναι η μόνη μακροπρόθεσμη ελπίδα για την Αμερική». Μόνο ένας «ριζοσπαστικοποιημένος φιλελευθερισμός» [φυσικά με την αριστερόστροφη Αμερικανική σημασία της λέξης φιλελευθερισμός], προσωποποιημένος σ' «έναν ηγέτη όπως ο Τεντ Κένεντι ή ο John Lindsay» (θυμάστε τον John Lindsay;), θα μπορούσε να υψώσει ένα οχυρό ενάντια στην «επίθεση των ακροδεξιών κατά των πολιτικών ελευθεριών» και «να αναβάλει την κατάρρευση του φιλελεύθερου καπιταλισμού».
Σημειώστε το καλά: Σύμφωνα με τον Lasch, ακόμη και εμβληματικές προσωπικότητες όπως ο Kennedy ή ο Lindsay θα μπορούσαν μόνον να καθυστερήσουν την ημέρα της Κρίσης για τον καπιταλισμό:
«μακροπρόθεσμα, ... ο φιλελευθερισμός δεν μπορεί να εξαλείψει τις αντιφάσεις αυτού του συστήματος» 
ένα σύστημα, επέμεινε, το οποίο στηρίζεται 
«στον  ιμπεριαλισμό, στον ελιτισμό, στον ρατσισμό και στις απάνθρωπες πράξεις της τεχνολογικής καταστροφής».
Ποιός ήταν ο φταίχτης; Υπήρχαν πολλοί υποψήφιοι, αλλά ψηλά στη λίστα του Lasch ήταν  
«η βιομηχανία πετρελαίου, η αυτοκινητοβιομηχανία, οι ασφαλιστικές εταιρείες, οι βιομηχανιες εξοπλισμών».
«Αν πρόκειται η Αμερική να γίνει δημοκρατία», κατέληγε ο Lasch,

«το μόνο ερώτημα είναι, αν η δύναμη αυτών των εταιρειών μπορεί να καταστραφεί τμηματικά ... ή θα καταστραφεί από κάποιας μορφής απόλυτη, μετωπική αντιπαράθεση στο μέλλον».
 
Η οικολογική κριτική εναντίον της απεριόριστης μεγέθυνσης - η πολιτική, ηθική και αισθητική απόρριψη του καταναλωτισμού 
Στο μεταγενέστερο έργο του, ο Lasch ήταν πιο εκλεπτυσμένος. Για παράδειγμα, δεν υπάρχουν παιάνες για τους ομοίους του Τεντ Κένεντι ή του John Lindsay. Αλλά ποτέ δεν εγκατέλειψε την βαθειά αντι - καπιταλιστική ψυχή του. «Οι εταιρείες», ειδικά «οι πολυεθνικές εταιρείες», είναι πάντα ύποπτες. Η εχθρότητα του Lasch προς τον καπιταλισμό πήγαινε πέρα από τις συνήθεις λιτανείες των καταγγελιών: Ότι ο καπιταλισμός εκμεταλλέυεται την εργατική τάξη, ότι εχει την τάση να δρα ως διαλύτης των κοινωνικών και ηθικών παραδόσεων, ότι εκμαυλίζει τους πάντες στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή σε μια χωρίς τέλος αναζήτηση νέων αγορών. Για να είμαστε ακριβείς, ο Lasch επιβεβαίωνε με τον πιό αυστηρό τρόπο αυτές τις επικρίσεις, αλλά κατ' αυτόν, όλα τούτα ήταν μόνον ένα μέρος της ιστορίας. Κατά την άποψή του, το βασικό πρόβλημα του καπιταλισμού είναι ο εθισμός του στη μεγέθυνση. Δηλαδή, αυτό που οι θαυμαστές του καπιταλισμού θεωρούν ως τη μεγαλύτερη δύναμή του - τη φαινομενικά απεριόριστη παραγωγική ικανότητά του - ο Lasch το ταύτισε με την πιο αξιοκατάκριτη αδυναμία του. Με πολλούς τρόπους, αυτό είναι το θέμα του magnum opus του, The True and the Only Heaven: Progress and its Critics (1991). Με αυτό το μεγάλο, λόγιο, κάπως εκτεταμένο έργο, ο Λάς οργάνωσε μια επίθεση στην «ιδεολογία» της προόδου, ​​την οποία έβλεπε ως έναν φυσικό συνοδευτικό συντελεστή του καπιταλισμού. Ο τίτλος του συμπερασματικού του τμήματος, «Populism against Progress», συνοψίζει τις θέσεις του. Πίστευε ότι η προσήλωση στην πρόοδο, που τροφοδοτείται από τον αχαλίνωτο καπιταλισμό, αρνείται «τα όρια» και μετατρέπει τους ανθρώπους σε ακόρεστους καταναλωτές («καταναλωτής» είναι ίσως ο πιό απαξιωτικός όρος του). Υποστήριξε ότι απομεινάρια της λαϊκής παράδοσης που εκθειάζονται ως εναλλακτική λύση απένατι στον καταναλωτικό πολιτισμό των ελίτ, επέζησαν στις ευαισθησίες των μικροαστών που έχουν ομοιότητες με της εργατικής τάξης
«στον ηθικό τους ρεαλισμό, στην κατανόηση ότι το κάθε τι έχει το τίμημά του, στον σεβασμό των ορίων, στον σκεπτικισμό τους απέναντι στην πρόοδο».
Toν καιρό που ο Lasch έγραψε Τον Αληθινό και Μόνο Παράδεισο, το σύνολο των ανησυχιών του είχε πάρει μια μεταφυσική, ακόμη και θεολογική χροιά. Η «αίσθηση των ορίων», που ο ίδιος χαρακτηρίζει ως το «ενοποιητικό νήμα» του βιβλίου του, ήταν κάτι περισσότερο από ζήτημα σύνεσης: Έγινε ένα είδος υπαρξιακού δόγματος. Ο καπιταλισμός ήταν ακόμη εχθρός, αλλά εχθρός ήταν και η 
«αίσθηση της απεριόριστης εξουσίας που προσφέρεται από την επιστήμη - η μεθυστική προοπτική της κατάκτησης του φυσικού κόσμου από τον άνθρωπο».
Η κοινωνική και πολιτική κριτική του Lasch συγχωνεύθηκε με μια ηθική αποστροφή προς τις Προμηθεϊκές φιλοδοξίες της νεωτερικότητας. 
William Blake: The Night of Enitharmon's Joy, 1795.
Η κριτική εναντίον της εγωιστικής μαλθακότητας   
Υπάρχει πολλή ηθική αποστροφή και καταδίκη στο τελευταίο βιβλίο του Lasch, που δημοσιεύθηκε μετά τον θάνατό του, μια συλλογή από 13 δοκίμια που συγκροτούν μια μη συστηματική κορωνίδα των επικρίσεών του κατά της Αμερικανικής κοινωνίας. Με τίτλο Η εξέγερση των ελίτ και η προδοσία της δημοκρατίας, το βιβλίο επανέρχεται στα περισσότερα από τα κλασικά Λασιανά θέματα. Δεν είναι μια χαρμόσυνη ιστορία. Μετά από μια εισαγωγή που περιγράφει την «δημοκρατική κακοδιαθεσία», υπάρχουν τρία τμήματα : «Η εντατικοποίηση των κοινωνικών διαιρέσεων», «Ο Δημοκρατικός Λόγος σε παρακμή» - και - τι άλλο; «Η σκοτεινή νύχτα της ψυχής». Υπάρχουν δοκίμια με τίτλους όπως «Αξίζει η Δημοκρατία να επιβιώσει;» (η απάντηση είναι «ναι», αλλά όχι όπως σήμερα ασκείται στις ΗΠΑ), «Η Ξεχασμένη Τέχνη του Επιχειρήματος», «Η Κατάργηση της Ντροπής» και «Ακαδημαϊκός Ψευδο-ριζοσπαστισμός: Το Θέατρο της “Ανατροπής”» - αυτό το τελευταίο είναι, εν μέρει, μια κριτική του δικού μου βιβλίου Tenured Radicals  [Ισόβιοι Ριζοσπάστες]. 
Ο Lasch δεν ήταν ποτέ αυτό που θα αποκαλούσα αισιόδοξος κριτικός. Λέξεις όπως «αισιοδοξία», «πρόοδος», «ευημερία», ακόμη και «ευτυχία», ήταν ανάθεμα για αυτόν (στο τέλος του συμπερασματικού δοκιμίου του, μεταδοτικά βιβλικού, λέει στους αναγνώστες του ότι «το μυστικό της ευτυχίας βρίσκεται στην αποκήρυξη του δικαιώματος να είμαστε ευτυχισμένοι»). Όμως σε αυτή την τελεσίδικη δήλωση, ο Christopher Lasch δείχνει πιό σκοτεινός από κάθε άλλη φορά. Φυσικά, ίσως αυτό συμβαίνει απλά επειδή οι ​​πραγματικότητες που περιγράφει είναι τώρα πιο ζοφερές από του παρελθόντος. Αλλά εδώ υπάρχει κάτι περισσότερο από αυτό. Ούτε είναι αρκετό να παρατηρήσουμε ότι ο Λάς ήταν ένας ετοιμοθάνατος άνθρωπος όταν ολοκλήρωνε αυτό το βιβλίο. Το πέπλο είναι κάτι περισσότερο από απλά προσωπικό. Σε μεγάλο βαθμό, πιστεύω ότι η αδιάλειπτη κατήφεια του όψιμου έργου του Lasch εκπηγάζει από την απογοήτευσή του, που νοιώθει επειδή η σύγχρονη Αμερική σαφώς δεν εξελίσσσεται στην λιτή λαϊκή κοινωνία που εκείνος πάντα ονειρευόταν. Ανεξήγητα, πολλοί άνθρωποι συνέχισαν να νοιάζονται για την απόκτηση χρημάτων και για «να πάνε μπροστά», ακόμη και αφότου εκείνος είχε επισημάνει την τρέλα του υλισμού. Ήταν εγωιστές, κακά πληροφορημένοι, εξαπατημένοι από τους πολιτικούς και τις «εταιρείες». Ο Lasch μιλούσε για «την Αμερική στην εποχή των μειούμενων προσδοκιών». Κάποιος αισθάνεται ότι οι δικές του προσδοκίες μειώθηκαν τόσο, ώστε θεωρούσε την ευπιστία των άλλων ως σημάδι αδυναμίας ή υποκρισίας. 
Αυτό κάνει την ανάγνωση του Lasch μια παράδοξη εμπειρία. Το σύνολο φαίνεται μικρότερο από το άθροισμα των μερών του. Δεν μπορεί κανείς παρά να συμφωνήσει με πολλές από τις παρατηρήσεις και επικρίσεις του Lasch. Εκτός των άλλων, ήταν ένας ευφυής επικριτής της κοινωνίας, και όποιος δεν είναι σφραγισμένος από τους ριζοσπαστικούς ευσεβισμούς της δεκαετίας του 1960, θα βρεί τον εαυτό του να επιβεβαιώνει το ένα ή το άλλο κομμάτι του μαθήματος πολιτισμικής ανατομίας του. Για παράδειγμα, η θέση αυτή, η παρμένη από την εισαγωγή του, θα πρέπει να μνημονεύεται καθημερινά από όλους τους πολιτικούς και όλους τους δημόσιους υπαλλήλους:  
«Η δημοκρατία λειτουργεί καλύτερα, όταν οι άνδρες και οι γυναίκες κάνουν πράγματα για τους εαυτούς τους με τη βοήθεια των φίλων και των γειτόνων τους, αντί να εξαρτώνται απο το κράτος».
 Εξαιρετική μνεία χρειάζεται και το παρακάτω απόσπασμα:  
«Μια άστοχη συμπόνια υποβαθμίζει τα θύματα, τα κάνει αντικείμενα του οίκτου, υποβαθμίζει όμως και τους επίδοξους ευεργέτες τους, οι οποίοι θεωρούν ότι είναι πιο εύκολος ο οίκτος για τους φτωχούς συμπολίτες τους, αντί να τους κρατούν στο ύψος των απρόσωπων προτύπων, η διατήρηση των οποίων θα τους έκανε άξιους σεβασμού».
Δυστυχώς, τέτοιες θέσεις δεν λένε όλη την ιστορία. Όλα μαζί, τα δοκίμια αυτού του βιβλίου δίνουν μια εικόνα που έχει την τάση να πολεμά σε λάθος μάχες. 
Μέρος του προβλήματος είναι ρητορικό. Ο Λας μπορεί να είναι πολύ ικανός συγγραφέας, αλλά συνηθίζει να κάνει τεχνάσματα, όπως αυτό: 
«Η αποδεδειγμένη εξάπλωση της αναποτελεσματικότητας και της διαφθοράς, η μείωση της αμερικανικής παραγωγικότητας, η επιδίωξη των κερδοσκοπικών κερδών εις βάρος της παραγωγής, η επιδείνωση των υλικών υποδομών της χώρας μας, οι άθλιες συνθήκες στις πόλεις μας που μαστίζονται από τις έγκλημα, η ανησυχητική και επαίσχυντη εξάπλωση της φτώχειας και της ανισότητας, και η όλο και μεγαλύτερη διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στη φτώχεια και τον πλούτο ...», κτλ.
Δεν είναι τόσο πολύ ότι οι παρατηρήσεις του είναι λανθασμένες, αλλά κυρίως ότι είναι αφοπλιστικά αμείλικτος. Ή εξετάστε τη χρήση του επιθέτου «αυξανόμενος», που εμφανίζεται κάθε φορά που υπάρχουν άσχημα νέα για διάδοση. Στην Ιαπωνία το 1987, μια δημοσκόπηση αποκάλυψε «μια αυξανόμενη πίστη ότι η χώρα δεν θα μπορούσε πιά να περιγραφεί ως της μεσαίας τάξης», στην Αμερική σήμερα, θα βρείτε μιαν «αυξανόμενη περιφρόνηση προς τη χειρωνακτική εργασία», ήδη από το 1890 υπήρχε ένα «αυξανόμενο χάσμα ανάμεσα στον πλούτο και τη φτώχεια», στη συνέχεια υπάρχει «οι αυξανόμενα κοινωνικά απομονωμένες ελίτ», για να μην αναφέρουμε την «αυξανόμενη δυσανεξία προς τους περιορισμούς που επιβάλλονται από μακροπρόθεσμες υπευθυνότητες και δεσμεύσεις». 
 
Λαïκότητα αλλά χωρίς ισοπέδωση και υποβάθμιση: μια Αρνολδιανή προσέγγιση
Από τη θετική πλευρά, να λάβουμε υπόψη το δοκίμιο «Αξίζει να επιβιώσει η δημοκρατία το οποίο περιέχει μερικά από τα καλύτερα αποσπάσματα και εκλάμψεις του βιβλίου. Αν και το όνομα του Matthew Arnold δεν αναφέρεται στο βιβλίο, η αντίληψη του Lasch για τη σχέση μεταξύ του πνευματικού πολιτισμού και της δημοκρατίας, τουλάχιστον από μια κρίσιμη πλευρά, είναι σαφώς Αρνολδιανή - άρα και σαφώς αντίθετη με το τρέχον πολιτικό δόγμα. Όπως ο Arnold, έτσι και ο Lasch επιμένει ότι η αληθινή δημοκρατία δεν συνεπάγεται εξευτελισμό των προτύπων. Όπως παρατήρησε ο Arnold στο βιβλίο του Πνευματικός πολιτισμός και Αναρχία [Culture and Anarchy - pdf], o «πνευματικός πολιτισμός», κατά τη γνώμη του,  
«δεν προσπαθεί να κατεβάσει το επίπεδο της παιδείας στο επίπεδο των κατώτερων τάξεων... Αναζητεί να παραμερίσει τις τάξεις. Να κάνει το καλύτερο που έχουν στοχασθεί και γνωρίσει παντού στον κόσμο σήμερα». Συνεπώς, «οι άνθρωποι του πνευματικού πολιτισμού είναι οι αληθινοί απόστολοι της ισότητας. Οι μεγάλοι άνθρωποι του πολιτισμού είναι εκείνοι που είχαν πάθος για τη διάχυση, για να κάνουν επικρατήσει, για να μεταφέρουν από το ένα άκρο της κοινωνίας προς το άλλο την καλύτερη γνώση, τις καλύτερες ιδέες της εποχής τους». 
Σήμερα βέβαια, ο ισχυρισμός ότι μερικές ιδέες είναι καλύτερες από άλλες, απορρίπτεται ως ελιτίστικο έγκλημα κατά της «διαφορετικότητας» - πόσο μάλλον άν ορισμένες ιδέες αξίζουν να αποκαλούνται «οι καλύτερες». 
Αλλά ο Lasch είναι ο καλύτερος Αρνολδιανός όταν παρατηρεί ότι η ανοχή στη διαφορετικότητα δεν απαιτεί υποβάθμιση ή επιλεκτική εφαρμογή των προτύπων:  
«Η τελευταία παραλλαγή σε αυτό το οικείο θέμα», γράφει, «η εις άτοπον απαγωγή του, είναι ότι ο σεβασμός της πολιτισμικής πολυμορφίας απαγορεύει να εφαρμόζονται τα πρότυπα των προνομιούχων ομάδων στα θύματα της καταπίεσης». Αυτό που παράγεται, είναι «συνταγή για την καθολική ανικανότητα». Επίσης είναι συνταγή για την πνευματική αναιμία.  
Οι οπαδοί της «πολιτισμικής πολυμορφίας» απορρίπτουν την ιδέα ότι υπάρχουν
«απρόσωπες αρετές, όπως η καρτερία, η εφευρετικότητα, το ηθικό σθένος, η  ειλικρίνεια και ο σεβασμός για τους αντιπάλους». 
Αλλά ο Lasch λέει σωστά, ότι αν πιστεύουμε σ' αυτά τα πράγματα, πρέπει να είμαστε έτοιμοι να τα προτείνουμε σε όλους.
«Αν δεν είμαστε διατεθειμένοι να θέτουμε απαιτήσεις ο ένας στον άλλο, μπορούμε να απολαύσουμε μόνο το πιο στοιχειώδες είδος της συμβίωσης».
Όπως ο Arnold, ισχυρίζεται ότι τα κοινά πρότυπα «είναι απολύτως απαραίτητα σε μια δημοκρατική κοινωνία», αν μη τι άλλο επειδή «διπλά πρότυπα σημαίνει πολίτες δεύτερης κατηγορίας». 

Αξιολόγηση: δεν είναι όλα αποδεκτά και δεν είναι όλα ισότιμα
Ο Arnold δεν είναι το μόνο φάντασμα που στοιχειώνει αυτές τις σελίδες. Η σκιά του Allan Bloom κάνει μερικές αόρατες εμφανίσεις. Οι αναγνώστες του Closing of American Mind [pdf] θα θυμούνται την επίθεση του Bloom την σχετική με το πώς η φιλελεύθερη αρετή του να είναι κανείς «ανοικτός» έχει εκχυδαϊσθεί στη σύγχρονη αμερικανική κοινωνία.
«Το να είναι κανείς ανοικτός», έγραψε ο Bloom,  «ήταν κάποτε η αρετή που μας επέτρεπε να αναζητούμε το καλό χρησιμοποιώντας την λογική. Τώρα σημαίνει πλέον να αποδέχεσαι τα πάντα και να απαρνήσαι τη δύναμή της λογικής. Η ανεξέλεγκτη και αλόγιστη επιδίωξη του να είναι κανείς ανοικτός... έχει κάνει το να είναι κανείς ανοικτός άνευ νοήματος».
Ομοίως, ο Lasch, καθώς επεκτείνεται στην «ηθική παράλυση όσων εκτιμούν πάνω απ' όλα το να είναι κανείς ανοικτός», παρατηρεί ότι δημοκρατία σημαίνει κάτι περισσότερο από «ανοικτότητα» και ανοχή». «Ελλείψει κοινών προτύπων», γράφει, «η ανοχή γίνεται αδιαφορία» και το ιδανικό του ανοιχτού μυαλού εκφυλίζεται στο ιδανικό του «άδειου μυαλού». 
«Έχουμε γίνει πολύ ικανοί στο να βρίσκουμε δικαιολογίες για τον εαυτό μας, και ακόμη χειρότερα, στο να βρίσκουμε δικαιολογίες για τους μειονεκτικούς. Είμαστε τόσο απασχολημένοι με την υπεράσπιση των δικαιωμάτων μας (δικαιώματα που παρέχονται, ως επί το πλείστον, με δικαστική εντολή), ώστε δεν κάνουμε λίγες σκέψεις για τις ευθύνες μας. Σπάνια λέμε τι σκεφτόμαστε, από φόβο μη γίνουμε προσβλητικοί. Είμαστε αποφασισμένοι να σεβόμαστε τους πάντες, αλλά έχουμε ξεχάσει ότι ο σεβασμός κερδίζεται. Ο σεβασμός δεν είναι μια άλλη λέξη για την ανοχή ή την εκτίμηση των εναλλακτικών τρόπων ζωής και κοινοτήτων”. Αυτή είναι η προσέγγιση ενός τουρίστα στα χρηστά ήθη. Ο σεβασμός είναι αυτό που βιώνουμε μπροστά σε θαυμαστά επιτεύγματα, σε αξιοθαύμαστα συγκροτημένους χαρακτήρες, σε φυσικά χαρίσματα που έχουν διατεθεί σε καλή χρήση. Συνεπάγεται την άσκηση αξιολόγησης που κάνει διακρίσεις, όχι αδιάκριτης αποδοχής». 
  
«Η πολυτέλεια είναι ηθικά απεχθής»
Μακάρι να μπορούσαμε να πούμε «αμήν» και να έχουμε ξεμπερδέψει μ' αυτό. Αλλά ο Lasch ποτέ δεν γίνεται εύκολος. «Αξίζει η δημοκρατία να επιβιώσει;» Είναι ένα από τα καλύτερα δοκίμια στο βιβλίο Η Εξέγερση των Ελίτ, γιατί εστιάζει στις λεηλασίες αυτού που έμελλε να αποκληθεί πολιτική ορθότητα. Άν και γραμμένο με πολλή ηθική σοβαρότητα, δεν ξεπέφτει σε μοραλιστικό κήρυγμα. Το ίδιο δεν μπορεί να ειπωθεί και για πολλά από τα άλλα δοκίμια. «Η Δημοκρατική κακοδιαθεσία» και ιδιαίτερα η εισαγωγή της, είναι μια τέτοια περίπτωση. Αυτό το δοκίμιο είναι ένα είδος σχολιασμένων περιλήψεων ή προεπισκόπηση των περιεχομένων όλου του βιβλίου. Στην κατακλείδα του, ο Lasch αντλεί ιδέες από τέτοιους γκουρού της αριστερής πτέρυγας όπως είναι ο Mickey Kaus και ο Michael Walzer, και μας λέει ότι πριν μπορέσουμε να ζήσουμε σωστά σε μια δημοκρατία, πρέπει να μάθουμε να «υποτιμούμε τα χρήματα» και την σημασία της «αγοράς». Αυτό βέβαια είναι ένα πανάρχαιο θέμα - θρήνοι για τα κακά του χρήματος ακούγονται από τότε που υπάρχει το ίδιο το χρήμα. Αλλά ο Lasch, χαρακτηριστικά, αναποδογυρίζει όλο αυτό τον όγκο των καταγγελιών. 
«Η πολυτέλεια», τονίζει, «είναι ηθικά απεχθής». Επιπλέον, «η δυσκολία να περιορισθεί η επιρροή του πλούτου υποδεικνύει ότι πρέπει να περιορισθεί ο ίδιος ο πλούτος».
 Κατά την άποψή του, 
«μια δημοκρατική κοινωνία δεν μπορεί να επιτρέπει απεριόριστη συσσώρευση». Επομένως, κάνει έκκληση για «ηθική καταδίκη του μεγάλου πλούτου... υποστηριγμένη από αποτελεσματική πολιτική δράση», προκειμένου να επιτύχουμε «τουλάχιστον μια καταρχήν προσέγγιση στην οικονομική ισότητα». 
Περαιτέρω, εκφράζοντας τη μεγάλη επιθυμία για τον λαϊκιστικό παράδεισό του του παρελθόντος, μας λέει ότι «στις παλιές ημέρες» οι Αμερικανοί  συμφωνούσαν ότι τα άτομα δεν έπρεπε να αξιώνουν δικαίωμα σε πλούτο «που υπερβαίνει κατά πολύ τις ανάγκες τους».
 
«Οι παλιές καλές ημέρες» 
Πόσα πράγματα είναι λάθος σ' αυτόν το μικρό πίνακα; Ας περιορισθούμε στα δύο πιο εμφανή προβλήματα. Πρώτα απ' όλα, ο Lasch φαίνεται να ξεχνά απολύτως το γεγονός ότι οι μεγάλες δημοκρατίες αναπτύχθηκαν σε περιόδους έντονης οικονομικής ανάπτυξης. Σκεφθείτε την Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ., τη Βρετανία του 18ου αιώνα, την Αμερική του 19ου αιώνα. Κάθε  άλλο παρά απέφευγαν τον «μεγάλο πλούτο»: αυτές οι κοινωνίες ήταν εξαρτημένες από αυτόν. Ο πλούτος τις βοήθησε να οικοδομήσουν τη δόξα τους. Και όταν ερχόμαστε στις «παλιές ημέρες», τότε που οι Αμερικανοί υποτίθεται ότι ήταν αντίθετοι στον μεγάλο πλούτο, τι σημαίνει αυτό; Και ποιος πρέπει να αποφασίσει πόσος πλούτος «υπερβαίνει κατά πολύ» τις ανάγκες του καθενός; Τις ανάγκες του καθενός, σύμφωνα με τι γνώμη ποιανού; Σύμφωνα με τη γνώμη του Christopher Lasch; Οι περισσότεροι άνθρωποι θα θεωρούσαν ότι για τις «παλιές ημέρες» έγραφε ο Alexis de Tocqueville, στο βιβλίο του «Η δημοκρατία στη Αμερική» (δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1835, pdf).
«Δεν γνωρίζω καμία άλλη χώρα», έγραψε στον πρώτο τόμο του εν λόγω έργου του ο Tocqueville, «όπου η αγάπη του χρήματος έχει πάρει πιό ισχυρή θέση στα πάθη των ανδρών, και όπου εκφράζεται πιό βαθειά περιφρόνηση για τη θεωρία της διαρκούς ισότητας των περιουσιακών στοιχείων». Αργότερα επέστρεψε σ' αυτό το θέμα: «τα πάθη που συνταράζουν τους Αμερικανούς πιο βαθειά, δεν είναι τα πολιτικά τους, αλλά τα εμπορικά τους πάθη ... προτιμούν την καλή αίσθηση των πραγμάτων που συσσωρεύει μεγάλες περιουσίες, από τις επιχειρηματικές ιδιοφυΐες που συχνά τις σκορπίζουν». 
Τόσο το χειρότερο για τους προγόνους μας των αρχών του 19ου αιώνα, ίσως. Αλλά πότε ήταν τέλος πάντων, οι παλιές καλές ημέρες, στις οποίες θέλει να μας επαναφέφει ο Λας;
 
Η εξέγερση των φιλελεύθερων ελίτ διαλύει την κοινωνική συνοχή και περιθωριοποιεί τον συνήθη πολίτη. 
Ο τίτλος του βιβλίου του Lasch και του εισαγωγικού δοκιμίου του είναι ένα λογοπαίγνιο με το διάσημο βιβλίο του Ortega y Gasset, Η εξέγερση των μαζών [pdf Αγγλικά] Γραμμένο στις αρχές της δεκαετίας του 1930, όταν οι μάζες πραγματικά εξεγείρονταν, το βιβλίο του Ortega προειδοποιούσε για την εμφάνιση μιας «υπερ-δημοκρατίας, στην οποία η μάζα δρα άμεσα, εκτός νόμου», για να επιβάλει τη θέλησή της στην υπόλοιπη κοινωνία. Οικειοποιούμενος για τον εαυτό του «απεριόριστα δικαιώματα», ο μαζάνθρωπος αισθάνεται ότι ο ίδιος «απαλλάσσεται από κάθε λογοδοσία σε ανωτέρους». Ήταν, σύμφωνα με την σαγηνευτική φράση του Ortega, το «κακομαθημένο παιδί της ανθρώπινης ιστορίας». Κατά τον ισχυρισμό του Lasch, σχεδόν όλα όσα είπε ο Ortega  για τις μάζες το 1932, ισχύουν τώρα ακόμη πιό πολύ για τις ελίτ.
Ο Lasch εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα με αυτό που είπε ο Ortega για την μεγαλοπρεπή αίσθηση του δικαιώματος και των «απεριόριστων δυνατοτήτων» - δεν είναι αυτές ακριβώς οι ιδιότητες που επιδεικνύονται σήμερα από την εύπορη ελίτ, 
από «αυτούς που ελέγχουν τη διεθνή ροή των χρημάτων και της πληροφορίας, προεδρεύουν σε φιλανθρωπικά ιδρύματα και σε ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, διαχειρίζονται τα εργαλεία της πολιτιστικής παραγωγής και με τον τρόπο αυτό θέτουν τους όρους της δημόσιας συζήτησης;»  Έτσι πίστευε ο Lasch. 
Κατά μία έννοια, η επίθεση του Lasch εναντίον των ελίτ αποτελεί μέρος της συνεχούς προσπάθειάς του να εκθειάζει τις αρετές των φτωχών και μεσαίων τάξεων, των οποίων τα «πολιτικά ένστικτα» είναι «εμφανώς πιο συντηρητικά από των αυτόκλητων εκπροσώπων τους και επίδοξων απελευθερωτών τους». 
«Είναι αυτοί», γράφει, που έχουν αναπτύξει μια «αίσθηση των ορίων, ευνοούν όρια σχετικά με τις αμβλώσεις, είναι ταυτισμένοι με την δι-γονεική οικογένεια ως πηγή σταθερότητας σε έναν ταραχώδη κόσμο, αντιστέκονται σε πειράματα με εναλλακτικούς τρόπους ζωής και τρέφουν έντονες επιφυλάξεις για τη “θετική δράση” και άλλα εγχειρήματα στη μεγάλης κλίμακας κοινωνική μηχανική»
Ίσως έχει δίκιο. Αλλά το παράξενο πράγμα στην επίθεση του Lasch εναντίον των «ελίτ» είναι ότι την εξαπολύει σχεδόν εξ ολοκλήρου εναντίον της φιλελεύθερης ελίτ. Ως συνήθως, ο Lasch σκιαγραφεί μια ζοφερή εικόνα της ψυχολογικής ανικανότητας και του εγωκεντρισμού. Αλλά για ποιόν μιλάει; Και γιατί άραγε περιορίζεται στο να προσδίδει τις αρετές που θαυμάζει - από την «αίσθηση των ορίων» μέχρι τις «σοβαρές επιφυλάξεις σχετικά με τη θετική δράση» - στον ασαφή «μέσο άνθρωπο», που ισχυρίζεται ότι υπερασπίζεται; Δεν είναι πολλά από τα συστατικά στο μενού του των εγκεκριμένων στάσεων, κομμάτι και μέρος μιας συντηρητικής παράδοσης, η οποία, ενώ πολύ δύσκολα εντοπίζεται στην κατώτερη και μεσαία τάξη, είναι σίγουρα ζωντανή και ευημερούσα στην αμερικανική κοινωνία σήμερα; Ο Lasch φαίνεται να αισθάνεται, ότι εκτός από την περίπτωση που κάποιος συμφωνεί με τον ασκητικό λαϊκισμό του, οι άλλοι είναι ένα θλιβερό αντίγραφο του Τελευταίου Ανθρώπου του Νίτσε: Αδύναμοι χαρακτήρες, ναρκισσιστές, με εμμονή για την υγεία και τρομοκρατημένοι από το θάνατο. Ο Lasch γράφει για «την εξέγερση των ελίτ», αλλά ποτέ δεν αντιμετωπίζει πραγματικά το ζήτημα του κατάλληλου ρόλου των ελίτ σε μια σύνθετη σύγχρονη δημοκρατία. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι σημαντικό που σχεδιάζει περίτεχνες παραλλήλους ανάμεσα στην περιγραφή των μαζών από τον Ορτέγκα και τις σημερινές ελίτ, αλλά ποτέ δεν μνημονεύει καν κλασικές σκέψεις σχετικά με το ρόλο των ελίτ στη δημοκρατική κοινωνία, όπως στον Πολιτισμό και την Αναρχία του Arnold και στις Σημειώσεις για τον Ορισμό του Πολιτισμού του T. S. Eliot. 

«Το αδύνατο της βεβαιότητας δεν αποκλείει τη δυνατότητα του αιτιολογημένου λόγου». 
Όμως οι συντηρητικοί «είτε ισχυρίζονται ότι η γνώση στηρίζεται σε αναλλοίωτα θεμέλια, είτε ότι οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να πιστεύουν ό,τι θέλουν».
Ο Lasch μας λέει ότι η εξίσωση του αμερικανικού ονείρου με την «κοινωνική κινητικότητα», είναι «δυστυχώς φτωχή σε περιεχόμενο». Αλλά αφήνοντας αυτό το βιβλίο - και άλλες πρόσφατες εργασίες - έρχεται η αίσθηση ότι οι εναλλακτικές λύσεις που επέτρεψε στον εαυτό του να συλλογισθεί, ήταν επίσης φτωχές - μερικές φορές κατά δυστυχή τρόπο. Μία από τις κύριες επικρίσεις του στο βιβλίο μου Tenured Radicals, ήταν ότι, με την επίθεσή μου εναντίον του σχετικισμού ήμουν ένοχος «θεμελιωτισμού», δηλαδή, της πίστης ότι η γνώση πρέπει να βασίζεται σε «προτάσεις απρόσβλητες από την αμφιβολία». Οι συντηρητικοί γενικώς, κατήγγειλε, σκέφτονται ότι
«είτε η γνώση στηρίζεται σε αναλλοίωτα θεμέλια, είτε οι άνδρες και οι γυναίκες είναι ελεύθεροι να πιστεύουν ό,τι θέλουν».
Στην πραγματικότητα, τόσο «τα απρόσβλητα από την αμφιβολία», όσο και τα «αναλλοίωτα», είναι παρεμβολές του Lasch. Το πραγματικό ερώτημα είναι, αν πιστεύουμε ότι υπάρχει ένα πράγμα όπως η αλήθεια, που είναι κάτι περισσότερο από μια πραγματιστική convenience. Θα συμφωνήσω ότι
«το αδύνατο της βεβαιότητας δεν αποκλείει τη δυνατότητα του αιτιολογημένου λόγου - ισχυρισμών που εντέλλονται προσωρινή σύμφωνη γνώμη, ακόμη κι αν του λείπουν τα αδιάβλητα θεμέλια και επομένως υπόκεινται σε αναθεώρηση». Όμως, «υπόκεινται σε αναθεώρηση» δεν σημαίνει «εξ ολοκλήρου, μέχρι θεμελίων».
Όταν o Lasch στράφηκε προς ρελατιβιστές όπως ο John Dewey, και ακόμη περισσότερο ο Clifford Geertz για να βρεί εναλλακτικές λύσεις απέναντι στον «θεμελιωτισμό», ασπάσθηκε μια εναλλακτική λύση που όχι μόνον αρνείται τη βεβαιότητα, αλλά αρνείται και τη δυνατότητα της αλήθειας. Προσπαθώντας να αποφύγει ένα είδος απολυταρχισμού, άθελά του υιοθέτησε έναν άλλο: την απολυταρχία του πεπεισμένου σχετικιστή. 
William Blake: Ancient of Days (ο Παλαιός των Ημερών), 1794
Καριερισμός, ειδήμονες, αυτεξούσιο και πλούτος
Ο ίδιος ο Lasch παρουσιαζόταν ως αυστηρός επικριτής της νοσταλγικής νοοτροπίας, και κατά κάποιο τρόπο ήταν. Αλλά η αλήθεια είναι, ότι ένα ισχυρό ρεύμα νοσταλγίας πάλλεται μέσα στο έργο του. Είναι μια νοσταλγία όχι μόνον για μια εποχή απλότητας, τότε που «οι τοπικοί και περιφερειακοί δεσμοί εμπιστοσύνης» ήταν ζωντανοί και υγιείς, αλλά και για ένα είδος ανθρώπων που ήταν ευγενέστερο, πιο υπεύθυνο, λιγότερο υλιστικό από οτιοδήποτε που μπορεί να βρεθεί έξω από τις γενναιόδωρες φαντασιώσεις των λαϊκιστών και άλλων ουτοπιστών. Όπως ο ίδιος ο Lasch έγκαιρα επισήμανε, μια από τις συνέπειες της νοσταλγίας - η οποία ορίζεται ως ένα είδος μεταφυσικής επιθυμίας για επιστροφή στη «γενέθλια γη» - είναι η τάση της να τυφλώνει όσους πάσχουν από αυτήν και να μην βλέπουν διάφορες πραγματικότητες. Ο Lasch ποτέ δεν κουράστηκε να εκστρατεύει κατά του «καριερισμού» και της λατρείας της «εξειδικευμένης γνώσης του ειδήμονα», την οποία περιέγραψε ως «το αντίθετο της δημοκρατίας». Σκέφθηκα αυτό, όταν διάβασα την οδυνηρή αναγνώρισή του, καθώς ευχαριστούσε τη σύζυγό του, που τον δίδαξε πώς να χρησιμοποιεί έναν επεξεργαστή  κειμένου : «Άν δεν είχα αυτό το χρήσιμο μηχάνημα, το οποίο χωρίς την καθοδήγηση της θα έμενε απρόσιτο σε μένα, το βιβλίο αυτό θα ήταν αδύνατο να ολοκληρωθεί εντός του προβλεπόμενου χρόνου». Σκέφθηκε άραγε ποτέ, πόσος «καριερισμός» και «εξειδικευμένη γνώση», ενσωματώθηκε μέσα σ' αυτή τη μικρή δέσμη από μικροτσίπ και λογισμικό;  
Ένα βιβλίο που υποψιάζομαι ότι ο Lasch θα θαύμαζε, άν είχε ζήσει για να το διαβάσει, είναι το Tory View of Landscape [Πως βλέπουν το τοπίο οι παραδοσιακοί Βρετανοί Συντηρητικοί], γραμμένο από έναν ομογενή Βρετανό ονόματι Nigel Everett, και δημοσιεμένο από τις εκδόσεις του Πανεπιστημίου του Γέηλ. Ο «Τορισμός», δηλαδή ο ιστορικός Βρετανικός Συντηρητισμός, όπως τον βλέπει ο Everett, εμφορούνταν
«από μια ισχυρή αίσθηση ευθύνης για τη διαχείριση και κατανομή των εν ανεπαρκεία πόρων, [ήταν] προσεκτικός όσον αφορά τις δικές του ιδέες περί κοινωνικής συνοχής, και ...περί υποχρεώσεων με συνέχεια προς το παρελθόν και προς το μέλλον. Μεταξύ των εμφανών αδυναμιών του ήταν το περιορισμένο ενδιαφέρον για πολλές από τις διαδικασίες με τις οποίες δημιουργείται υλικός πλούτος και μπορεί να εξαπλωθεί».
Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι ο Lasch θα ήταν πρόθυμος να συμφωνήσει, με εξαίρεση την τελευταία πρόταση: «Διαδικασίες με τις οποίες δημιουργείται υλικός πλούτος και μπορεί να εξαπλωθεί», με άλλα λόγια, καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς. Ο Lasch υποστήριζε ανεπιφύλακτα την προώθηση του αυτεξούσιου και της υπευθυνότητας μεταξύ των «απλών ανδρών και γυναικών», αλλά δεν είναι καθόλου σαφές άν εκτιμούσε το γεγονός ότι η πραγματική αυτεξουσιότητα πηγαίνει συχνά σε μεγάλο βαθμο χέρι-χέρι με την υλική ευημερία. 

Αντιμετωπίζοντας την «απομάγευση του κόσμου» στη νεοτερικότητα 
Μια τελευταία λέξη σχετικά με τη θρησκεία. Η θρησκεία (ή η ιδέα της θρησκείας) έπαιζε όλο και πιο σημαντικό ρόλο στην όψιμη εξέλιξη της σκέψης του Lasch. Ήταν νομίζω, ένας από εκείνους τους κοσμικούς διανοούμενους, που θεωρούν ότι η θρησκεία είναι «καλό πράγμα», χωρίς οι ίδιοι να μπορούν να αποδεχθούν τις διδασκαλίες της. Αναγνώριζε ότι «είναι αδύνατο να αναβιώσει η θρησκευτική πίστη απλά και μόνον επειδή εξυπηρετεί έναν χρήσιμο κοινωνικό σκοπό», όμως παρ' όλα αυτά κατάλαβε ότι ακόμη και οι φιλελεύθερες ελίτ, τις οποίες αυτός περιφρονούσε τόσο, επιθυμούσαν με την όλη ψυχή τους να έχουν κάτι από την παραδοσιακή θρησκευτική πίστη. 
Στο «The Soul of Man under Secularism», τελευταίο δοκίμιο του βιβλίου, ο Lasch αναλύει τους διάφορους τρόπους, με τους οποίους ο σύγχρονος άνθρωπος αναμετράται με αυτό που [πρώτος] ο Friedrich Schiller αποκάλεσε «απομάγευση του κόσμου». Σωστά γράφει, νομίζω, ότι η ανένδοτη απομυθοποίηση είναι η ιδιαίτερη μορφή της ύβρεως την οποία έχει εκθρέψει η εκκοσμικευμένη νεωτερικότητα: η Νιτσεϊκή στάση του να είναι κανείς «απαλλαγμένος από μυθοποιήσεις  και απογοητευμένος, αλλά απτόητος», λές και η έκταση της απογοήτευσης ενός ατόμου είναι το μέτρο της σοφίας του - ή τουλάχιστον του θάρρους του. Αλλά αυτό που είναι ίσως το πιο αξιοσημείωτο, είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Lasch επιχειρεί να διασώσει κάποιο περιθώριο για την άσκηση θρησκευτικών υποχρεώσεων. Φυσικά, η θρησκεία παραδοσιακά λειτούργησε, εκτός των άλλων, και ως μια δυνητική πηγή υπαρξιακής παρηγοριάς. Ο Lasch θα ήθελε να υποβαθμίσουμε αυτήν την πτυχή της θρησκευτικής διδασκαλίας, πρόθυμος όπως πάντα να καταπολεμά την τάση που «κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται καλά με τον εαυτό τους». Για τον Lasch
«η πνευματική πειθαρχία εναντίον της αυτοδικαίωσης είναι η ίδια η ουσία της θρησκείας». Ένα πρόσωπο με «σωστή κατανόηση της θρησκείας», λέει, δεν θα τη δει ως «πηγή πνευματικής και συναισθηματικής ασφάλειας», αλλά ως «πρόκληση απέναντι στον εφησυχασμό και την υπεροψία».
Υπάρχει βέβαια κάτι αληθινό σ' αυτό. Γιατί η υπεροψία είναι ασφαλώς ο εχθρός της θρησκευτικής ζωής. Αλλά πόσο συγκινητικό, πόσο λυπηρό πραγματικά, ότι ακόμη και εδώ, ακόμη και όταν το θέμα είναι τα υπέρτατα μυστήρια της ζωής, βρίσκουμε τον Lasch να επιχειρηματολογεί εναντίον της δυνατότητας της συμπόνιας ή της παρηγοριάς. 

Σημειώσεις
1. Βλ. το κριτικό μου δοκίμιο Roger Kimball,
The Disaffected Populist: Christopher Lasch on Progress, The New Criterion, Μάρτιος 1991. 
2. Christopher Lasch, The Revolt of the Elites and the Betrayal of Democracy , Norton, σελ. 276 
Ο Roger Kimball (1953) είναι εκδότης του New Criterion και των Encounter Books. Γράφει στην National Review και παρουσιάζει ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά προγράμματα στις ΗΠΑ καθώς και το BBC.
Το τελευταίο βιβλίο του Kimball είναι The Fortunes of Permanence: Culture and Anarchy in an Age of Amnesia (St. Augustine's Press, 2012). Είναι
επίσης ο συγγραφέας των εξης έργων: Rape of the Masters (Encounter), Lives of the Mind: The Use and Abuse of Intelligence from Hegel to Wodehouse (Ivan R. Dee), Art's Prospect: The Challenge of Tradition in an Age of Celebrity (Ivan R. Dee), The Long March: How the Cultural Revolution of the 1960s Changed America (Encounter), Experiments Against Reality: The Fate of Culture in the Postmodern Age (Ivan R. Dee), Tenured Radicals: How Politics Has Corrupted Our Higher Education (HarperCollins)

Βιβλία του Roger Kimball και αρθρογραφία του στο New Criterion
 
Christopher Lasch στον ιστότοπο Μετά την Κρίση
Christopher Lasch
Ο καταναλωτισμός υπονομεύει τις αξίες της σταθερότητας και της αφοσίωσης, προπαγανδίζει
την καταστροφή της οικογενειακής ζωής (φωτ. από τον ιστότοπο Eagainst.com)
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις 2013 - 2022

Το δημοκρατικό αίτημα των καιρών: Το δίκιο των νέων γενεών και των γενεών που έρχονται

Το δημοκρατικό αίτημα των καιρών: Το δίκιο των νέων γενεών και των γενεών που έρχονται
Χρίστος Αλεξόπουλος: Κλιματική κρίση και κοινωνική συνοχή

ΕΠΙΛΟΓΕΣ:
Αντρέϊ Αρσένιεβιτς Ταρκόφσκι

ΕΠΙΛΟΓΕΣ:<br>Αντρέϊ Αρσένιεβιτς Ταρκόφσκι
Πως η αγάπη επουλώνει τη φθορά του κόσμου

Danilo Kiš:

Danilo Kiš:
Συμβουλές σε νεαρούς συγγραφείς, και όχι μόνον

Predrag Matvejević:

Predrag Matvejević:
Ο Ρωσο-Κροάτης ανιχνευτής και λάτρης του Μεσογειακού κόσμου

Azra Nuhefendić

Azra Nuhefendić
Η δημοσιογράφος με τις πολλές διεθνείς διακρίσεις, γράφει για την οριακή, γειτονική Ευρώπη

Μάης του '36, Τάσος Τούσης

Μάης του '36, Τάσος Τούσης
Ο σκληρός Μεσοπόλεμος: η εποχή δοσμένη μέσα από τη ζωή ενός ανθρώπου - συμβόλου

Ετικέτες

«Γενιά του '30» «Μακεδονικό» 1968 1989 αειφορία Ανδρέας Παπανδρέου αντιπροσωπευτική δημοκρατία Αριστοτέλης Αρχιτεκτονική Αυστρομαρξισμός Βαλκανική Βαρουφάκης βιοποικιλότητα Βρετανία Γαλλία Γερμανία Γκράμσι Διακινδύνευση Έθνος και ΕΕ Εκπαίδευση Ελεφάντης Ενέργεια Επισφάλεια ηγεμονία ΗΠΑ Ήπειρος Θ. Αγγελόπουλος Θεοδωράκης Θεσσαλονίκη Θεωρία Συστημάτων Ιβάν Κράστεφ ιστορία Ιταλία Καντ Καρλ Σμιτ Καταναλωτισμός Κεντρική Ευρώπη Κέϋνς Κίνα Κλιματική αλλαγή Κοινοτισμός κοινωνική ανισότητα Κορνήλιος Καστοριάδης Κοσμάς Ψυχοπαίδης Κράτος Πρόνοιας Κώστας Καραμανλής Λιάκος Α. Λογοτεχνία Μάνεσης Μάξ Βέμπερ Μάρξ Μαρωνίτης Μέλισσες Μέσα «κοινωνικής» δικτύωσης Μέσα Ενημέρωσης Μεσόγειος Μεταπολίτευση Μιχ. Παπαγιαννάκης Μουσική Μπερλινγκουέρ Νεοφιλελευθερισμός Νίκος Πουλαντζάς Νίτσε Ο τόπος Οικολογία Ουκρανία Π. Κονδύλης Παγκοσμιοποίηση Παιδεία Πράσινοι Ρήγας Ρίτσος Ρωσία Σεφέρης Σημίτης Σολωμός Σοσιαλδημοκρατία Σχολή Φραγκφούρτης Ταρκόφσκι Τουρκία Τραμπ Τροβαδούροι Τσακαλώτος Τσίπρας Φιλελευθερισμός Φιλοσοφία Χαλκιδική Χέγκελ Χριστιανισμός Acemoglu/Robinson Adorno Albrecht von Lucke André Gorz Axel Honneth Azra Nuhefendić Balibar Brexit Carl Schmitt Chomsky Christopher Lasch Claus Offe Colin Crouch Elmar Altvater Ernst Bloch Ernst-W. Böckenförde Franklin Roosevelt Habermas Hannah Arendt Heidegger Jan-Werner Müller Jeremy Corbyn Laclau Le Corbusier Louis Althusser Marc Mazower Matvejević Michel Foucault Miroslav Krleža Mudde Otto Bauer PRAXIS International Ruskin Sandel Michael Strauss Leo Streeck T. S. Eliot Timothy Snyder Tolkien Ulrich Beck Wallerstein Walter Benjamin Wolfgang Münchau Zygmunt Bauman

Song for the Unification (Zbigniew Preisner -
Elzbieta Towarnicka - Kr. Kieślowski) - youtube

Song for the Unification (Zbigniew Preisner - <br>Elzbieta Towarnicka - Kr. Kieślowski) - youtube
Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων,
ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον...
Ἡ ἀγάπη ...πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει...
Νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα·
μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη (προς Κορινθ. Α΄ 13)

Zygmunt Bauman: «Ρευστές ζωές, ρευστός κόσμος, ρευστή αγάπη»

Zygmunt Bauman: «Ρευστές ζωές, ρευστός κόσμος, ρευστή αγάπη»
«Είμαι βραχυπρόθεσμα απαισιόδοξος αλλά μακροπρόθεσμα αισιόδοξος»

Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας

Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας
«Χριστούγεννα με τον Κοκκινολαίμη – Το Αηδόνι του Χειμώνα»

Ψηλά στην Πίνδο, στο Περτούλι

Ψηλά στην Πίνδο, στο Περτούλι